- προρρηματικός
- -ή, -ό, Ν(κυρίως το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προρρηματικάγραμμ. οι κύριες προθέσεις όταν είναι πρώτα συνθετικά σύνθετων ρημάτων των οποίων βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι διατηρούν, παρά τη σύνθεση, την αρχική τους σημασία, γεγονός που διαπιστώνεται τόσο στο φαινόμενο τής τμήσης, π.χ. εισ-βάλλω, όσο και στην αύξηση που τίθεται μεταξύ προρρηματικού και ρήματος, π.χ. εισ-έ-βαλα, ενώ τροποποιούν και τη σημασία τού ρήματος, π.χ. λέγω - αντιλέγω, ή δηλώνουν το ποιόν τής πράξης, όπως μονιμότητα, λήξη, έναρξη, διεύθυνση, ολοκλήρωση, π.χ. διαμένω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ρήμα, -ατος + κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.